- καθίζομαι
- καθίζωaB*pres ind mp 1st sgκαθίζωaB*pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
καθίννυμαι — (Α) 1. καθίζομαι* 2. παίρνω ή μπαίνω σε θερμό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἵννυμαι, αμφίβολος τ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου «ἰνύεσθαι κοσμεῑν, ἱδρύνεσθαι», η οποία όμως δεν παρουσιάζει δασύτητα] … Dictionary of Greek
προσκαθίννυμαι — Α βάζω κάποιον να καθήσει κοντά, παραπλεύρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθίννυμαι* «καθίζομαι»] … Dictionary of Greek